Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
μετὰ δεῖπνον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
POTUS — ut et cibus, apud Priscos, moderatus erat et necessitati attemperatus, postea in luxum vertit. Ita autem ea de re, Hier, Mercurialis, Variar. lect. l. 1. c. 22. Varis, inquit. mensuris antiquos potâsse, non me later: sed et eis tres potissimum… … Hofmann J. Lexicon universale
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
Θεοφάνης Στρελίτζας — (16ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος, ο επιλεγόμενος Μπαθάς και Κρης. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της κρητικής σχολής (1559). Ύστερα από έναν γάμο από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, τον Συμεών και τον Νεόφυτο, μοναχούς και ζωγράφους … Dictionary of Greek
περίδειπνον — τὸ, Α 1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους τού νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά 2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» τίτλος έργου τού Τίμωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεῖπνον (πρβλ. επί δειπνον)] … Dictionary of Greek
επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] … Dictionary of Greek
PHILOTESIA — Graece Φιλοτησία, Aristophanis Scholiasti in Acharn. p. 300. φιάλη dicta est ἡ διδομένη εν τοῖς συμποσίοις, phiala, quae dabatur in tonvivits. Hesychio πρόποσίς τις μετα τὸ δεῖπνον ύπὲρ φιλίας, Propinatio quaedam post cenam amicitiae ergo. Quem… … Hofmann J. Lexicon universale
επίδειπνον — επίδειπνον, τὸ (Α) [δείπνον] πληθ. ἐπίδειπνα επιδόρπια, οτιδήποτε προσφερόταν μετά το δείπνο στους καλεσμένους … Dictionary of Greek
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… … Dictionary of Greek